- ἰσοπολιτείας
- ἰσοπολιτείᾱς , ἰσοπολιτείαequality of civic rightsfem acc plἰσοπολιτείᾱς , ἰσοπολιτείαequality of civic rightsfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοπολίτης — ἰσοπολίτης, ό, θηλ. ἰσοπολῑτις (Α) 1. αυτός που έχει ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους άλλους πολίτες σε δημοκρατικό πολίτευμα 2. πολίτης σε πόλη στην οποία έχουν παραχωρηθεί από τη Ρώμη δικαιώματα ισοπολιτείας 3. το θηλ. ή ισοπολΐτις πόλη στην… … Dictionary of Greek
Κλεισθένης — I (570; – 507; π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και νομοθέτης, ιδρυτής της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ήταν γιος του Αλκμεωνίδη Μεγακλή και της Αγαρίστης, κόρης του τυράννου της Σικυώνας, Κλεισθένη (βλ. λ. παρακάτω). Μαζί με την οικογένειά του πέρασε τα… … Dictionary of Greek
Σομέτ, Πιερ Γκασπάρ — (Chaumett, 1763 – 1794). Γάλλος, παράγοντας της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Ήταν μέλος της λέσχης των Κορδελιέρων. Πήρε μέρος στην οργάνωση της λαϊκής εξέγερσης της 10ης Αυγούστου l792, μετά την επικράτηση της οποίας έγινε εισαγγελέας της… … Dictionary of Greek